Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
κατακονά
View word page
κατακνίζω
κατακνίζω fut. Attic ιῶ to pull to pieces, shred small, Luc. to tickle: Pass. to itch, Ar.
ShortDef
to pull to pieces, shred small
Debugging
Headword:
κατακνίζω
Headword (normalized):
κατακνίζω
Headword (normalized/stripped):
κατακνιζω
IDX:
16958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16974
Key:
katakni/zw
Data
{'content': 'κατακνίζω\n fut. Attic ιῶ\n to pull to pieces, shred small, Luc.\n to tickle: Pass. to itch, Ar.', 'key': 'katakni/zw'}