Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
κατάκομος
View word page
κατακνήθω
κατακνήθω = κατακνάω:—Pass., Ar.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κατακνήθω
Headword (normalized):
κατακνήθω
Headword (normalized/stripped):
κατακνηθω
IDX:
16957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16973
Key:
kataknh/qw
Data
{'content': 'κατακνήθω\n = κατακνάω:—Pass., Ar.', 'key': 'kataknh/qw'}