Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
κατακομίζω
View word page
κατακνάω
κατακνάω fut. -κνήσω to scrape away, make away with, Ar.

ShortDef

to scrape away, make away with

Debugging

Headword:
κατακνάω
Headword (normalized):
κατακνάω
Headword (normalized/stripped):
κατακναω
IDX:
16956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16972
Key:
katakna/w

Data

{'content': 'κατακνάω\n fut. -κνήσω\n to scrape away, make away with, Ar.', 'key': 'katakna/w'}