Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
κατακομιδή
View word page
κατακλυσμός
κατακλυσμός κατακλυσμός, οῦ, a deluge, inundation: metaph., Dem.
ShortDef
a deluge, inundation
Debugging
Headword:
κατακλυσμός
Headword (normalized):
κατακλυσμός
Headword (normalized/stripped):
κατακλυσμος
IDX:
16955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16971
Key:
kataklusmo/s
Data
{'content': 'κατακλυσμός\n κατακλυσμός, οῦ,\n a deluge, inundation: metaph., Dem.', 'key': 'kataklusmo/s'}