Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
κατακολυμβάω
View word page
κατακλύζω
κατακλύζω fut. -κλύσω poet. -κλύσσω to dash over, flood, deluge, inundate, Hdt., etc.:—metaph. to deluge, overwhelm, Eur., Plat.:—Pass., κύματι κατακλυσθῆν (aor1 inf., poet. for -κλυσθῆναι) , Aesch. to wash down or away, Pind. to wash out, wash away, Xen.

ShortDef

to dash over, flood, deluge, inundate

Debugging

Headword:
κατακλύζω
Headword (normalized):
κατακλύζω
Headword (normalized/stripped):
κατακλυζω
IDX:
16954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16970
Key:
kataklu/zw

Data

{'content': 'κατακλύζω\n fut. -κλύσω\n poet. -κλύσσω\n to dash over, flood, deluge, inundate, Hdt., etc.:—metaph. to deluge, overwhelm, Eur., Plat.:—Pass., κύματι κατακλυσθῆν (aor1 inf., poet. for -κλυσθῆναι) , Aesch.\n to wash down or away, Pind.\n to wash out, wash away, Xen.', 'key': 'kataklu/zw'}