Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
κατακοινωνέω
κατακολουθέω
κατακολπίζω
View word page
κατάκλισις
κατάκλισις from κατακλί_νω κατάκλῐσις, εως a making one to lie down, seating him at table, Plat.; ἡ κ. τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt. (from Pass.) a lying at table, sitting at meat, Plat.

ShortDef

a lying down; way of lying in bed

Debugging

Headword:
κατάκλισις
Headword (normalized):
κατάκλισις
Headword (normalized/stripped):
κατακλισις
IDX:
16953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16969
Key:
kata/klisis

Data

{'content': 'κατάκλισις\n from κατακλί_νω\n κατάκλῐσις, εως\n a making one to lie down, seating him at table, Plat.; ἡ κ. τοῦ γάμου the celebration of the marriage feast, Hdt.\n (from Pass.) a lying at table, sitting at meat, Plat.', 'key': 'kata/klisis'}