Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
κατακοιμίζω
View word page
κατακληρόω
κατακληρόω fut. ώσω to portion out:—Mid. to receive as oneʼs portion, Plut.
ShortDef
to portion out
Debugging
Headword:
κατακληρόω
Headword (normalized):
κατακληρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακληροω
IDX:
16950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16966
Key:
kataklhro/w
Data
{'content': 'κατακληρόω\n fut. ώσω\n to portion out:—Mid. to receive as oneʼs portion, Plut.', 'key': 'kataklhro/w'}