Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
κατακοιμάω
View word page
κατακληρονομέω
κατακληρονομέω fut. ήσω to obtain by inheritance, Plut.

ShortDef

to obtain by inheritance

Debugging

Headword:
κατακληρονομέω
Headword (normalized):
κατακληρονομέω
Headword (normalized/stripped):
κατακληρονομεω
IDX:
16949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16965
Key:
kataklhronome/w

Data

{'content': 'κατακληρονομέω\n fut. ήσω\n to obtain by inheritance, Plut.', 'key': 'kataklhronome/w'}