Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
κατακνήθω
κατακνίζω
View word page
κατακληροδοτέω
κατακληροδοτέω κλῆρος, δίδωμι fut. ήσω to distribute by lot, NTest.
ShortDef
to distribute by lot
Debugging
Headword:
κατακληροδοτέω
Headword (normalized):
κατακληροδοτέω
Headword (normalized/stripped):
κατακληροδοτεω
IDX:
16948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16964
Key:
kataklhrodote/w
Data
{'content': 'κατακληροδοτέω\n κλῆρος, δίδωμι\n fut. ήσω\n to distribute by lot, NTest.', 'key': 'kataklhrodote/w'}