Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
κατακνάω
View word page
κατακλείς
κατακλείς κατα-κλείς, εῖδος, ἡ, an instrument for fastening doors, a key, Ar.
ShortDef
an instrument for fastening doors, a key
Debugging
Headword:
κατακλείς
Headword (normalized):
κατακλείς
Headword (normalized/stripped):
κατακλεις
IDX:
16946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16962
Key:
kataklei/s
Data
{'content': 'κατακλείς\n κατα-κλείς, εῖδος, ἡ,\n \n an instrument for fastening doors, a key, Ar.', 'key': 'kataklei/s'}