Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
κατακλυσμός
View word page
κατακλάω
κατακλάω imperf. κατέκλων aor1 -έκλασα Pass., aor1 -εκλάσθην perf. -κέκλασμαι to break down, break short, snap off, Il., Hdt. metaph. to break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, broke all our hearts, Plat.: Pass., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od.; φρένας κατεκλάσθη Eur.

ShortDef

[ > κλαίω bewail]
break short, snap off

Debugging

Headword:
κατακλάω
Headword (normalized):
κατακλάω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαω
IDX:
16945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16961
Key:
katakla/w

Data

{'content': 'κατακλάω\n imperf. κατέκλων\n aor1 -έκλασα\n Pass., aor1 -εκλάσθην\n perf. -κέκλασμαι\n to break down, break short, snap off, Il., Hdt.\n metaph. to break down, οὐδένα ὅντινα οὐ κατέκλασε he broke us all down, broke all our hearts, Plat.: Pass., κατεκλάσθη φίλον ἦτορ Od.; φρένας κατεκλάσθη Eur.', 'key': 'katakla/w'}