Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακλαίω
κατακλάω
κατακλείς
κατακλείω
κατακληροδοτέω
κατακληρονομέω
κατακληρόω
κατακλινής
κατακλίνω
κατάκλισις
κατακλύζω
View word page
κατακλαίω
κατακλαίω Attic -κλάω fut. κλαύσομαι to bewail loudly, lament, Ar.; so in Mid., Eur. absol. to wail aloud, Eur.
ShortDef
to bewail loudly, lament
Debugging
Headword:
κατακλαίω
Headword (normalized):
κατακλαίω
Headword (normalized/stripped):
κατακλαιω
IDX:
16944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16960
Key:
kataklai/w
Data
{'content': 'κατακλαίω\n Attic -κλάω\n fut. κλαύσομαι\n to bewail loudly, lament, Ar.; so in Mid., Eur.\n absol. to wail aloud, Eur.', 'key': 'kataklai/w'}