Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
κατακηρύσσω
View word page
κατακαυχάομαι
κατακαυχάομαι fut. ήσομαι Dep. to boast against one, exult over him, τινος or κατά τινος NTest.: to have no fear of, τινος NTest.
ShortDef
to boast against
Debugging
Headword:
κατακαυχάομαι
Headword (normalized):
κατακαυχάομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακαυχαομαι
IDX:
16933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16949
Key:
katakauxa/omai
Data
{'content': 'κατακαυχάομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. to boast against one, exult over him, τινος or κατά τινος NTest.: to have no fear of, τινος NTest.', 'key': 'katakauxa/omai'}