Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
κατακηρόω
View word page
κατακάρφω
κατακάρφω Mid.-pass. to wither away, Aesch.
ShortDef
parch up, mid. wither away
Debugging
Headword:
κατακάρφω
Headword (normalized):
κατακάρφω
Headword (normalized/stripped):
κατακαρφω
IDX:
16932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16948
Key:
kataka/rfomai
Data
{'content': 'κατακάρφω\n Mid.-pass. to wither away, Aesch.', 'key': 'kataka/rfomai'}