Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
κατακερτομέω
κατακηλέω
View word page
κατακάμπτω
κατακάμπτω fut. ψω to bend down, so as to be concave, Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to bend down, overthrow hopes, Eur.:—Pass. to be bent (by intreaty), Aeschin.

ShortDef

to bend down

Debugging

Headword:
κατακάμπτω
Headword (normalized):
κατακάμπτω
Headword (normalized/stripped):
κατακαμπτω
IDX:
16931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16947
Key:
kataka/mptw

Data

{'content': 'κατακάμπτω\n fut. ψω\n to bend down, so as to be concave, Plat.:—metaph., μ. ἐλπίδας to bend down, overthrow hopes, Eur.:—Pass. to be bent (by intreaty), Aeschin.', 'key': 'kataka/mptw'}