Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
κατακερδαίνω
κατακερματίζω
View word page
κατακαλέω
κατακαλέω fut. έσω to call down, summon, invite, Thuc.:—Mid., Plut.

ShortDef

to call down, summon, invite

Debugging

Headword:
κατακαλέω
Headword (normalized):
κατακαλέω
Headword (normalized/stripped):
κατακαλεω
IDX:
16929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16945
Key:
katakale/w

Data

{'content': 'κατακαλέω\n fut. έσω\n to call down, summon, invite, Thuc.:—Mid., Plut.', 'key': 'katakale/w'}