Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
κατακελεύω
View word page
κατακαίριος
κατακαίριος κατα-καίριος, ον = καίριος, Anth.
ShortDef
mortal
Debugging
Headword:
κατακαίριος
Headword (normalized):
κατακαίριος
Headword (normalized/stripped):
κατακαιριος
IDX:
16927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16943
Key:
katakai/rios
Data
{'content': 'κατακαίριος\n κατα-καίριος, ον\n = καίριος, Anth.', 'key': 'katakai/rios'}