Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακεκράκτης
View word page
κατακαγχάζω
κατακαγχάζω fut. σω to laugh aloud at, τινός Anth.

ShortDef

to laugh aloud at

Debugging

Headword:
κατακαγχάζω
Headword (normalized):
κατακαγχάζω
Headword (normalized/stripped):
κατακαγχαζω
IDX:
16926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16942
Key:
katakagxa/zw

Data

{'content': 'κατακαγχάζω\n fut. σω\n to laugh aloud at, τινός Anth.', 'key': 'katakagxa/zw'}