Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
κατακάρφω
κατακαυχάομαι
κατάκειμαι
κατακείρω
View word page
καταιωρέομαι
καταιωρέομαι Pass. to hang down, κατῃωρεῦντο (Ionic imperf.) Hes.
ShortDef
to hang down
Debugging
Headword:
καταιωρέομαι
Headword (normalized):
καταιωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταιωρεομαι
IDX:
16925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16941
Key:
kataiwre/omai
Data
{'content': 'καταιωρέομαι\n Pass. to hang down, κατῃωρεῦντο (Ionic imperf.) Hes.', 'key': 'kataiwre/omai'}