Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
κατακάμπτω
View word page
καταισχυντήρ
καταισχυντήρ κατ-αισχυντήρ, ῆρος, a dishonourer, Aesch.

ShortDef

a dishonourer

Debugging

Headword:
καταισχυντήρ
Headword (normalized):
καταισχυντήρ
Headword (normalized/stripped):
καταισχυντηρ
IDX:
16921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16937
Key:
kataisxunth/r

Data

{'content': 'καταισχυντήρ\n κατ-αισχυντήρ, ῆρος,\n a dishonourer, Aesch.', 'key': 'kataisxunth/r'}