Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλύπτω
View word page
καταίσιος
καταίσιος κατ-αίσιος, ον all righteous, Aesch.

ShortDef

all righteous

Debugging

Headword:
καταίσιος
Headword (normalized):
καταίσιος
Headword (normalized/stripped):
καταισιος
IDX:
16920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16936
Key:
katai/sios

Data

{'content': 'καταίσιος\n κατ-αίσιος, ον\n all righteous, Aesch.', 'key': 'katai/sios'}