Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
καταῖτυξ
View word page
καταίθω
καταίθω to burn down, burn to ashes, Aesch., Eur.: —metaph. of love, Theocr.
ShortDef
to burn down, burn to ashes
Debugging
Headword:
καταίθω
Headword (normalized):
καταίθω
Headword (normalized/stripped):
καταιθω
IDX:
16914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16930
Key:
katai/qw
Data
{'content': 'καταίθω\n to burn down, burn to ashes, Aesch., Eur.: —metaph. of love, Theocr.', 'key': 'katai/qw'}