Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταιτιάομαι
View word page
καταιθύσσω
καταιθύσσω fut. ξω to wave or float adown, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον Pind.; Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν Castor sheds his lustre down upon the hearth, Pind.

ShortDef

to wave

Debugging

Headword:
καταιθύσσω
Headword (normalized):
καταιθύσσω
Headword (normalized/stripped):
καταιθυσσω
IDX:
16913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16929
Key:
kataiqu/ssw

Data

{'content': 'καταιθύσσω\n fut. ξω\n to wave or float adown, πλόκαμοι νῶτον καταίθυσσον Pind.; Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν Castor sheds his lustre down upon the hearth, Pind.', 'key': 'kataiqu/ssw'}