Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιος
καταισχυντήρ
καταισχύνω
View word page
καταιθαλόω
καταιθαλόω fut. ώσω to burn to ashes, Eur., Ar.:— Pass., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Eur.
ShortDef
to burn to ashes
Debugging
Headword:
καταιθαλόω
Headword (normalized):
καταιθαλόω
Headword (normalized/stripped):
καταιθαλοω
IDX:
16912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16928
Key:
kataiqalo/w
Data
{'content': 'καταιθαλόω\n fut. ώσω\n to burn to ashes, Eur., Ar.:— Pass., Τροίας πυρὶ κατῃθαλωμένης Eur.', 'key': 'kataiqalo/w'}