Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
καταίρω
καταισθάνομαι
View word page
καταιβατός
καταιβατός καταιβᾰτός, ή, όν poet. for καταβατός θύραι κ. gates by which men descend, downward-leading, Od.
ShortDef
by which
Debugging
Headword:
καταιβατός
Headword (normalized):
καταιβατός
Headword (normalized/stripped):
καταιβατος
IDX:
16909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16925
Key:
kataibato/s
Data
{'content': 'καταιβατός\n καταιβᾰτός, ή, όν\n poet. for καταβατός\n θύραι κ. gates by which men descend, downward-leading, Od.', 'key': 'kataibato/s'}