Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
View word page
καταθωρακίζομαι
καταθωρακίζομαι Pass. to be armed at all points, Xen.
ShortDef
to be armed at all points
Debugging
Headword:
καταθωρακίζομαι
Headword (normalized):
καταθωρακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθωρακιζομαι
IDX:
16906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16922
Key:
kataqwraki/zomai
Data
{'content': 'καταθωρακίζομαι\n Pass. to be armed at all points, Xen.', 'key': 'kataqwraki/zomai'}