Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
καταιγίζω
καταιδέομαι
View word page
καταθρηνέω
καταθρηνέω fut. ήσω to bewail, lament, mourn, Eur.

ShortDef

to bewail, lament, mourn

Debugging

Headword:
καταθρηνέω
Headword (normalized):
καταθρηνέω
Headword (normalized/stripped):
καταθρηνεω
IDX:
16901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16917
Key:
kataqrhne/w

Data

{'content': 'καταθρηνέω\n fut. ήσω\n to bewail, lament, mourn, Eur.', 'key': 'kataqrhne/w'}