Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβατός
View word page
καταθορυβέω
καταθορυβέω fut. ήσω to cry down, Plat.

ShortDef

to cry down

Debugging

Headword:
καταθορυβέω
Headword (normalized):
καταθορυβέω
Headword (normalized/stripped):
καταθορυβεω
IDX:
16899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16915
Key:
kataqorube/w

Data

{'content': 'καταθορυβέω\n fut. ήσω\n to cry down, Plat.', 'key': 'kataqorube/w'}