Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
καταιβάτης
View word page
καταθνητός
καταθνητός κατα-θνητός, ή, όν mortal, Il.
ShortDef
mortal
Debugging
Headword:
καταθνητός
Headword (normalized):
καταθνητός
Headword (normalized/stripped):
καταθνητος
IDX:
16898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16914
Key:
kataqnhto/s
Data
{'content': 'καταθνητός\n κατα-θνητός, ή, όν\n mortal, Il.', 'key': 'kataqnhto/s'}