Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
καταθωρακίζομαι
καταίβασις
View word page
καταθνῄσκω
καταθνῄσκω fut. κατα-θανοῦμαι sync. κατθανοῦμαι aor2 κατέθανον Epic κάτθανον perf. -τέθνηκα to die away, be dying, and in aor2 and perf. to be dead, Il., Trag. to die away, disappear, Mosch., Bion.

ShortDef

die (poet.)

Debugging

Headword:
καταθνῄσκω
Headword (normalized):
καταθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
καταθνησκω
IDX:
16897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16913
Key:
kataqnh/skw

Data

{'content': 'καταθνῄσκω\n fut. κατα-θανοῦμαι\n sync. κατθανοῦμαι\n aor2 κατέθανον\n Epic κάτθανον\n perf. -τέθνηκα\n to die away, be dying, and in aor2 and perf. to be dead, Il., Trag.\n to die away, disappear, Mosch., Bion.', 'key': 'kataqnh/skw'}