Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθύω
View word page
καταθλέω
καταθλέω fut. ήσω to exercise oneself much, ἠθληκότες well-trained, of soldiers, Plut.

ShortDef

to exercise oneself much

Debugging

Headword:
καταθλέω
Headword (normalized):
καταθλέω
Headword (normalized/stripped):
καταθλεω
IDX:
16895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16911
Key:
kataqle/w

Data

{'content': 'καταθλέω\n fut. ήσω\n to exercise oneself much, ἠθληκότες well-trained, of soldiers, Plut.', 'key': 'kataqle/w'}