Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
καταθρηνέω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
View word page
καταθηλύνω
καταθηλύνω fut. υνῶ to make womanish, Luc.

ShortDef

to make womanish

Debugging

Headword:
καταθηλύνω
Headword (normalized):
καταθηλύνω
Headword (normalized/stripped):
καταθηλυνω
IDX:
16894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16910
Key:
kataqhlu/nw

Data

{'content': 'καταθηλύνω\n fut. υνῶ\n to make womanish, Luc.', 'key': 'kataqhlu/nw'}