Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθορυβέω
καταθραύω
View word page
καταθεματίζω
καταθεματίζω = ἀναθεματίζω to curse, NTest.

ShortDef

to curse

Debugging

Headword:
καταθεματίζω
Headword (normalized):
καταθεματίζω
Headword (normalized/stripped):
καταθεματιζω
IDX:
16890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16906
Key:
kataqemati/zw

Data

{'content': 'καταθεματίζω\n = ἀναθεματίζω\n to curse, NTest.', 'key': 'kataqemati/zw'}