Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
καταθνῄσκω
καταθνητός
View word page
καταθέλγω
καταθέλγω fut. ξω to subdue by spells or enchantments, Od.

ShortDef

to subdue by spells

Debugging

Headword:
καταθέλγω
Headword (normalized):
καταθέλγω
Headword (normalized/stripped):
καταθελγω
IDX:
16888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16904
Key:
kataqe/lgw

Data

{'content': 'καταθέλγω\n fut. ξω\n to subdue by spells or enchantments, Od.', 'key': 'kataqe/lgw'}