Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
καταθλέω
καταθλίβω
View word page
καταθαρσύνω
καταθαρσύνω fut. υνῶ to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.
ShortDef
to embolden
Debugging
Headword:
καταθαρσύνω
Headword (normalized):
καταθαρσύνω
Headword (normalized/stripped):
καταθαρσυνω
IDX:
16886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16902
Key:
kataqarsu/nw
Data
{'content': 'καταθαρσύνω\n fut. υνῶ\n to embolden or encourage against, τινὰ πρὸς τὸ μέλλον Plut.:—Pass., in form καταθρασύνομαι, Luc.', 'key': 'kataqarsu/nw'}