Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
καταθηλύνω
View word page
καταθαμβέομαι
καταθαμβέομαι Pass. to be astonished at, c. acc., Plut.
ShortDef
to be astonished at
Debugging
Headword:
καταθαμβέομαι
Headword (normalized):
καταθαμβέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθαμβεομαι
IDX:
16884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16900
Key:
kataqambe/omai
Data
{'content': 'καταθαμβέομαι\n Pass. to be astonished at, c. acc., Plut.', 'key': 'kataqambe/omai'}