Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
καταθήγω
View word page
καταζώννυμι
καταζώννυμι and -ύω fut. -ζώσω to gird fast; Mid. to gird for oneself, Eur.
ShortDef
to gird fast
Debugging
Headword:
καταζώννυμι
Headword (normalized):
καταζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταζωννυμι
IDX:
16883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16899
Key:
katazw/nnumi
Data
{'content': 'καταζώννυμι\n and -ύω\n fut. -ζώσω\n to gird fast; Mid. to gird for oneself, Eur.', 'key': 'katazw/nnumi'}