Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
καταθεωρέω
View word page
κατάζευξις
κατάζευξις from καταζεύγνῡμι κατάζευξις, εως a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.

ShortDef

a yoking together

Debugging

Headword:
κατάζευξις
Headword (normalized):
κατάζευξις
Headword (normalized/stripped):
καταζευξις
IDX:
16882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16898
Key:
kata/zeucis

Data

{'content': 'κατάζευξις\n from καταζεύγνῡμι\n κατάζευξις, εως\n a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.', 'key': 'kata/zeucis'}