Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
καταθεματίζω
καταθέω
View word page
καταζεύγνυμι
καταζεύγνυμι and -ύω fut. -ζεύξω to yoke together, yoke, Pind.:—Pass. to be united, Plat. Pass., also, to be straitened, confined, imprisoned, Hdt., Soph.

ShortDef

to yoke together, yoke

Debugging

Headword:
καταζεύγνυμι
Headword (normalized):
καταζεύγνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταζευγνυμι
IDX:
16881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16897
Key:
katazeu/gnumi

Data

{'content': 'καταζεύγνυμι\n and -ύω\n fut. -ζεύξω\n to yoke together, yoke, Pind.:—Pass. to be united, Plat.\n Pass., also, to be straitened, confined, imprisoned, Hdt., Soph.', 'key': 'katazeu/gnumi'}