Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
κατάθελξις
View word page
καταζαίνω
καταζαίνω to make quite dry, parch quite up, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ionic aor1), Od.
ShortDef
to make quite dry, parch quite up
Debugging
Headword:
καταζαίνω
Headword (normalized):
καταζαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταζαινω
IDX:
16879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16895
Key:
katazai/nw
Data
{'content': 'καταζαίνω\n to make quite dry, parch quite up, καταζήνασκε δὲ δαίμων (Ionic aor1), Od.', 'key': 'katazai/nw'}