Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθέλγω
View word page
καταέννυμι
καταέννυμι or -εινύω only in imperf., aor1 and perf. pass. to clothe, cover, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν Il.:— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.

ShortDef

clothe, cover

Debugging

Headword:
καταέννυμι
Headword (normalized):
καταέννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταεννυμι
IDX:
16878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16894
Key:
katae/nnumi

Data

{'content': 'καταέννυμι\n or -εινύω\n only in imperf., aor1 and perf. pass.\n to clothe, cover, θριξὶ νέκυν καταείνυσαν Il.:— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ Od.', 'key': 'katae/nnumi'}