Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
View word page
καταειμένος
καταειμένος καταειμένος, η, ον part. perf. pass. of κατα-έννυμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταειμένος
Headword (normalized):
καταειμένος
Headword (normalized/stripped):
καταειμενος
IDX:
16877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16893
Key:
kataeime/nos

Data

{'content': 'καταειμένος\n καταειμένος, η, ον\n part. perf. pass. of κατα-έννυμι', 'key': 'kataeime/nos'}