Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
καταζεύγνυμι
κατάζευξις
καταζώννυμι
View word page
καταδυσωπέω
καταδυσωπέω fut. ήσω to put to the blush by earnest intreaty, Luc.

ShortDef

to put to the blush by earnest intreaty

Debugging

Headword:
καταδυσωπέω
Headword (normalized):
καταδυσωπέω
Headword (normalized/stripped):
καταδυσωπεω
IDX:
16873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16889
Key:
kataduswpe/w

Data

{'content': 'καταδυσωπέω\n fut. ήσω\n to put to the blush by earnest intreaty, Luc.', 'key': 'kataduswpe/w'}