Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
καταζάω
View word page
καταδρύπτω
καταδρύπτω fut. -ψω to tear in pieces, rend, Anth.:— Mid., Hes.

ShortDef

to tear in pieces, rend

Debugging

Headword:
καταδρύπτω
Headword (normalized):
καταδρύπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδρυπτω
IDX:
16870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16886
Key:
katadru/ptw

Data

{'content': 'καταδρύπτω\n fut. -ψω\n to tear in pieces, rend, Anth.:— Mid., Hes.', 'key': 'katadru/ptw'}