κατάδρυμμα
κατάδρυμμα
κατάδρυμμα, ατος, τό,
a tearing or rending, Eur.
from καταδρύπτω
{
"content": "κατάδρυμμα\n κατάδρυμμα, ατος, τό,\n a tearing or rending, Eur.\n from καταδρύπτω",
"key": "kata/drumma"
}