Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
καταζαίνω
View word page
κατάδρυμμα
κατάδρυμμα κατάδρυμμα, ατος, τό, a tearing or rending, Eur. from καταδρύπτω
ShortDef
a tearing
Debugging
Headword:
κατάδρυμμα
Headword (normalized):
κατάδρυμμα
Headword (normalized/stripped):
καταδρυμμα
IDX:
16869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16885
Key:
kata/drumma
Data
{'content': 'κατάδρυμμα\n κατάδρυμμα, ατος, τό,\n a tearing or rending, Eur.\n from καταδρύπτω', 'key': 'kata/drumma'}