Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
καταέννυμι
View word page
κατάδρομος
κατάδρομος κατάδρομος, ον καταδρᾰμεῖν overrun, wasted, Eur.

ShortDef

overrun, wasted

Debugging

Headword:
κατάδρομος
Headword (normalized):
κατάδρομος
Headword (normalized/stripped):
καταδρομος
IDX:
16868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16884
Key:
kata/dromos

Data

{'content': 'κατάδρομος\n κατάδρομος, ον\n καταδρᾰμεῖν\n overrun, wasted, Eur.', 'key': 'kata/dromos'}