Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταειμένος
View word page
καταδρομή
καταδρομή καταδρομή, ἡ, καταδραμεῖν an inroad, raid, Thuc., etc.:—metaph. a vehement attack, invective, Aeschin.

ShortDef

an inroad, raid

Debugging

Headword:
καταδρομή
Headword (normalized):
καταδρομή
Headword (normalized/stripped):
καταδρομη
IDX:
16867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16883
Key:
katadromh/

Data

{'content': 'καταδρομή\n καταδρομή, ἡ,\n καταδραμεῖν\n an inroad, raid, Thuc., etc.:—metaph. a vehement attack, invective, Aeschin.', 'key': 'katadromh/'}