Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
καταδύω
View word page
καταδουπέω
καταδουπέω fut. ήσω to fall with a heavy sound, Anth.
ShortDef
to fall with a heavy sound
Debugging
Headword:
καταδουπέω
Headword (normalized):
καταδουπέω
Headword (normalized/stripped):
καταδουπεω
IDX:
16864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16880
Key:
katadoupe/w
Data
{'content': 'καταδουπέω\n fut. ήσω\n to fall with a heavy sound, Anth.', 'key': 'katadoupe/w'}