Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
καταδυσωπέω
View word page
καταδούλωσις
καταδούλωσις from καταδουλόω καταδούλωσις, εως enslavement, subjugation, Thuc.

ShortDef

enslavement, subjugation

Debugging

Headword:
καταδούλωσις
Headword (normalized):
καταδούλωσις
Headword (normalized/stripped):
καταδουλωσις
IDX:
16863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16879
Key:
katadou/lwsis

Data

{'content': 'καταδούλωσις\n from καταδουλόω\n καταδούλωσις, εως\n enslavement, subjugation, Thuc.', 'key': 'katadou/lwsis'}