καταδούλωσις
καταδούλωσις
from καταδουλόω
καταδούλωσις, εως
enslavement, subjugation, Thuc.
{
"content": "καταδούλωσις\n from καταδουλόω\n καταδούλωσις, εως\n enslavement, subjugation, Thuc.",
"key": "katadou/lwsis"
}