Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδίδωμι
καταδικάζω
καταδίκη
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδοξάζω
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
κατάδρυμμα
καταδρύπτω
καταδυναστεύω
κατάδυσις
View word page
καταδουλόω
καταδουλόω fut. ώσω to reduce to slavery, enslave, Hdt., Thuc.:—Pass., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν Hdt. Mid. to make a slave to oneself, to enslave, Hdt., Xen.: so in perf. pass., Eur., Plat. to enslave in mind:—Pass., Xen., Plat.

ShortDef

to reduce to slavery, enslave

Debugging

Headword:
καταδουλόω
Headword (normalized):
καταδουλόω
Headword (normalized/stripped):
καταδουλοω
IDX:
16862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n16878
Key:
katadoulo/w

Data

{'content': 'καταδουλόω\n fut. ώσω\n to reduce to slavery, enslave, Hdt., Thuc.:—Pass., καταδεδούλωντο, κατεδουλώθησαν Hdt.\n Mid. to make a slave to oneself, to enslave, Hdt., Xen.: so in perf. pass., Eur., Plat.\n to enslave in mind:—Pass., Xen., Plat.', 'key': 'katadoulo/w'}